εἰσερύω

εἰσερύω
εἰσερύω,
A draw into,

[νῆα] κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες Od.12.317

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εισερύω — εἰσερύω (Α) σύρω μέσα …   Dictionary of Greek

  • εἰσερύσαντες — εἰσερύω draw into aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”